- θυρέασπις
- θῠρέασπις, ιδος, ἡ,A large shield, AP6.131 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυρέασπις — θυρέασπις, άσπιδος ἡ (Α) μεγάλη επιμήκης ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + ασπίς] … Dictionary of Greek
θυρεάσπιδες — θυρέασπις large shield fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)